- λύσιμος
- λύσιμοςable to loosemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λύσιμος — λύσιμος, ον (Α) [λύω] 1. ικανός να λύνει 2. ικανός να ανακουφίζει 3. αυτός που μπορεί να τόν εξαγοράσει κάποιος 4. (για συλλογισμό) αυτός που μπορεί να ανασκευαστεί, να ανατραπεί 5. αυτός που χρειάζεται ερμηνεία («διὰ τὰ λύσιμα τῶν νόμων… … Dictionary of Greek
λύσιμον — λύσιμος able to loose masc/fem acc sg λύσιμος able to loose neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύσιμα — λύσιμος able to loose neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԼՈՒԾԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 0894 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 10c, 12c, 13c ա. ῤοώδης, ῤυτός fluidus ἕκλυτος , λύσιμος solutilis διαλυόμενος solubilis. Լուծ. հոսանուտ. ծորելի. հեղուկ. խոնաւ. կակուղ. ցնդելի. սահական. փոփոխական. եղծելի. ապականացու … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)